- φιλόθρησκος
- -η, -ο / φιλόθρησκος, -ον, ΝΑ, και φιλόθρεσκος, -ον, Ααυτός που έχει πολύ ανεπτυγμένο το θρησκευτικό συναίσθημα, ο οποίος αγαπά καθετί που σχετίζεται με τη θρησκεία.[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)-* + θρήσκος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φιλόθρησκος — η, ο αυτός που αγαπάει πολύ τη θρησκεία, ο θρήσκος, ο θεοφοβούμενος, ο θρησκομανής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φιλ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό μεγάλου αριθμού ονομάτων, καθώς και ελάχιστων ρημάτων (που θα έπρεπε πιθ. να θεωρηθούν ως μετονοματικά παρ. αμάρτυρων τ.) όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο επίθ. φίλος. Τα σύνθ. με φιλ(ο) ανήκουν στην… … Dictionary of Greek
φιλόθρεσκος — ον, Α βλ. φιλόθρησκος … Dictionary of Greek